ξενότιμος

ξενότιμος
ξενότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ξενότιμος — honouring strangers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενότιμος — ξενότῑμος , ξενότιμος honouring strangers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοτίμου — Ξενότιμος honouring strangers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοτίμους — Ξενότιμος honouring strangers masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοτίμῳ — Ξενότιμος honouring strangers masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενότιμον — Ξενότιμος honouring strangers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενότιμον — ξενότῑμον , ξενότιμος honouring strangers masc/fem acc sg ξενότῑμον , ξενότιμος honouring strangers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • ξενοτίμου — ξενοτί̱μου , ξενότιμος honouring strangers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”